ὑδροσέλινον

ὑδροσκοπέομαι-οῦμαι

ὑδροσκοπική
ὑδρο·σκοπέομαι-οῦμαι, chercher à découvrir des sources souterraines, Geop. 2, 6, 42.
Étym. ὕδ. σκοπέομαι.