ὑδροσκοπέομαι-οῦμαι

ὑδροσκοπική

ὑδροσκόπιον
ὑδροσκοπική, ῆς () (s. e. τέχνη) l’art de découvrir les sources souterraines, Geop. 2, 6, 47.
Étym. v. le préc.