ὑδρωπιώδης

ὑδρωποειδής

ὕδρωψ
ὑδρωπο·ειδής, ής, ές, qui tient de l’hydropisie, hydropique, Hpc. 537, 32 ; τὰ ὑδρωποειδῆ, Hpc. 602, 2, écoulement d’hydropisie.
Étym. ὕδρωψ, εἶδος.