Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὑδρωπισμός
ὑδρωπιώδης
ὑδρωποειδής
ὑδρωπιώδης,
ης, ες,
c. le suiv.
Hpc.
Coac.
190, 191 ;
τὸ ὑδρωπιῶδες,
Hpc.
167
g
,
185
h
, hydropisie.
Étym.
ὑδρωπία, -ωδης
.