ὑγροκοίλιος

ὑγροκολλούρια

ὑγροκόμος
ὑγρο·κολλούρια, ων (τὰ) collyres mous ou liquides, A. Tr. 2, p. 145, 147, 151.
Étym. ὑ. κολλούριον.