ὑγροκέφαλος

ὑγροκοίλιος

ὑγροκολλούρια
ὑγρο·κοίλιος, ος, ον, malade d’un flux de ventre, Arstt. H.A. 9, 50, 12.
Étym. ὑ. κοιλία.