ὑγρόπισσον

ὑγροποιός

ὑγροπόρευτος
ὑγρο·ποιός, ός, όν, qui rend humide, qui mouille, Plut. M. 367d ; Porph. (Eus. P.E. 113a).
Étym. ὑ. ποιέω.