Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὑγροποιός
ὑγροπόρευτος
ὑγροπορέω-ῶ
ὑγρο·πόρευτος,
ος, ον,
c.
ὑγροπόρος,
Orph.
H.
81, 1
.
Étym.
ὑ. πορεύω
.