ὑλαγμός

ὑλαγωγέω-ῶ

ὑλάδια σῦκα
ὑλ·αγωγέω-ῶ [ῡᾰ] transporter du bois ou des matériaux, Dém. 1041, 2.
Étym. ὕλη, ἀγωγός.