ὕλαγμα

ὑλαγμός

ὑλαγωγέω-ῶ
ὑλαγμός, οῦ () [] aboiement, Il. 21, 575, Xén. Cyn. 4, 5 ; Arstt. H.A. 4, 10, 2, etc.
Étym. ὑλάσσω.