ὑλοτομία

ὑλοτομικός

ὑλοτόμιον
ὑλοτομικός, ή, όν [] qui concerne la coupe du bois ; ἡ ὑλοτομική (s. e. τέχνη) l’art de couper le bois, DL. 3, 100.
Étym. ὑλοτόμος.