ὑλοτομέω-ῶ

ὑλοτομία

ὑλοτομικός
ὑλοτομία, ας () [] coupe d’arbres ou de bois, Arstt. Pol. 1, 11, 4 ; El. N.A. 3, 21.
Étym. ὑλοτόμος.