ὑπαλειπτρίς

ὑπάλειπτρον

ὑπαλείφω
ὑπάλειπτρον, ου (τὸ) [ῠᾰ] spatule pour les onctions, Hpc. 661, 32 ; 788b, etc.
Étym. ὑπαλείφω.