ὑπάλληλος

ὑπάλπειος

ὑπάλυξις
ὑπ·άλπειος, ος, ον, situé au pied des Alpes : ἡ ὑπάλπειος (s. e. χώρα) Plut. Marc. 3, la région subalpine.
Étym. ὑ. Ἄλπεες.