ὑπάλπειος

ὑπάλυξις

ὑπαλύσκω
ὑπάλυξις, εως () [ῠᾰ] action d’échapper à, d’éviter, Il. 22, 270 ; Od. 23, 287 ; A. Rh. 4, 1261.
Étym. ὑπαλύσκω.