ὑπαναχωρέω-ῶ

ὑπαναχώρησις

ὕπανδρος
ὑπαναχώρησις, εως [ῠᾰᾰ] retraite graduelle ou lente, DH. 3, 19.
Étym. ὑπαναχωρέω.