ὑπαναφύομαι

ὑπαναχωρέω-ῶ

ὑπαναχώρησις
ὑπ·αναχωρέω-ῶ [ῠᾰᾰ] se retirer peu à peu, lentement, Thc. 1, 51 ; DH. 5, 8 ; DC. 63, 26, etc.