ὑπανάγω

ὑπαναδύομαι

ὑπαναθλίϐω
ὑπ·αναδύομαι (f. -αναδύσομαι, ao. 2 -ανέδυν, etc.) [ῠᾰᾰ] se soustraire à, esquiver, acc. DH. 7, 13.