ὑπαναγνώστης

ὑπανάγω

ὑπαναδύομαι
ὑπ·ανάγω (f. -ανάξω, ao. 2 -ανήγαγον, etc.) [ῠᾰᾰ]
1 emmener secrètement, Jos. A.J. 4, 4, 5 ||
2 ramener peu à peu, Hiérocl. C. aur. 454 Mullach.