ὑπαναφλέγω

ὑπαναφύομαι

ὑπαναχωρέω-ῶ
ὑπ·αναφύομαι (f. -αναφύσομαι, ao. 2 -ανέφυν, etc.) [ῠᾰᾰ] croître peu à peu, El. V.H. 14, 7 ; N.A. 4, 21.