ὑπεναντίωμα

ὑπεναντίως

ὑπεναντίωσις
ὑπεναντίως, adv. contrairement, Eschn. 54 fin ; Arstt. G.A. 1, 12, 1, etc. ; avec le dat. Arstt. H.A. 2, 1, 38, etc.
Étym. ὑπεναντίος.