ὑπεναντίως

ὑπεναντίωσις

ὑπενδίδωμι
ὑπεναντίωσις, εως () contrariété, opposition, Hpc. Aph. 1245 ; Dém. Arstt. Soph. el. 12, 9 ; au plur. Dém. 1105, 18.
Étym. ὑπεναντιόομαι.