ὑπεραφρίζω

ὑπεραχθής

ὑπεράχθομαι
ὑπερ·αχθής, ής, ές, gén. έος, chargé outre mesure, surchargé, accablé, Thcr. Idyl. 11, 37 ; Nic. Th. 342 ; Opp. H. 5, 263.
Étym. ὑ. ἄχθος.