ὑπεραχθής

ὑπεράχθομαι

ὑπερϐάθμιος
ὑπερ·άχθομαι (ao. ὑπερηχθέσθην) être extrêmement affligé ou mécontent de, dat. Hdt. 6, 21 ; Soph. El. 177 ||
E Prés. impér. 2 sg. poét. ὑπεράχθεο, Soph. l. c.