ὑπεραγάζομαι

ὑπεράγαμαι

ὑπεράγαν
ὑπερ·άγαμαι [ᾰᾰ]
1 admirer extrêmement, Plat. Conv. 180a ||
2 admirer outre mesure : τινά τινος, Luc. Dem. enc. 33, qqn pour qqe ch. ; τι, El. V.H. 12, 1, qqe ch.