ὑπεράγαμαι

ὑπεράγαν

ὑπεραγανακτέω-ῶ
ὑπερ·άγαν [ᾰᾱ] adv. excessivement, ou simpl. beaucoup, tout à fait, Str. 147 ; El. N.A. 3, 38 ; DL. 3, 26 ; Spt. 2 Macc. 10, 34.