ὑπεραγανακτέω-ῶ

ὑπεραγαπάω-ῶ

ὑπεραγιότης
ὑπερ·αγαπάω-ῶ [ᾰᾰπ] chérir extrêmement ou à l’excès, acc. Dém. 686, 9 ; cf. 172, 18 ; Arstt. Nic. 9, 3, 7 ; τινά τινος, Jos. A.J. 12, 4, 6, qqn pour qqe ch.