ὑπεραγορεύω

ὑπεραγορέω-ῶ

ὑπεραγρυπνέω-ῶ
ὑπερ·αγορέω-ῶ (impf. ὑπερηγόρουν) [] c. le préc. Syn. Provid. p. 43, 19.