ὑπεράγω

ὑπεραγωνιάω-ῶ

ὑπεραγωνίζομαι
ὑπερ·αγωνιάω-ῶ [ᾰγ] être inquiet ou préoccupé, Dém. 1410, 4 ; διά τινα, Plat. Euthyd. 300c ; τινος, Jos. A.J. 16, 4, 1, au sujet de qqn.