ὑπεραγωνιάω-ῶ

ὑπεραγωνίζομαι

ὑπεραείρω
ὑπερ·αγωνίζομαι [ᾰγ] lutter pour, gén. App. Civ. 1, 96 ; Jos. B.J. 2, 12, 7 ; τινι ὑπέρ τινος, Thém. 37a, avec qqn pour qqe ch.