ὑπεραθλέω-ῶ

ὑπεραιδέομαι-οῦμαι

ὑπεραιμόω-ῶ
ὑπερ·αιδέομαι-οῦμαι, témoigner une réserve excessive : τινα, A. Rh. 3, 978, à qqn.