ὑπεραιδέομαι-οῦμαι

ὑπεραιμόω-ῶ

ὑπεραινετός
ὑπερ·αιμόω-ῶ, avoir trop de sang, Xén. Eq. 4, 2.
Étym. ὑ. αἷμα.