ὑπεραλγέω-ῶ

ὑπεραλγής

ὑπεράλιος
ὑπερ·αλγής, ής, ές :
1 très pénible, Soph. El. 176 ||
2 extrêmement affligé, Pol. 3, 79, 12.
Étym. ὑ. ἄλγος.