ὑπεραλγής

ὑπεράλιος

ὑπεραλκής
ὑπερ·άλιος, épq. ὑπειρ·άλιος, ος, ον [] situé au bord de la mer, maritime, DP. 851, 1085.
Étym. ὑ. ἅλς.