ὑπερανόρεος

ὑπεραντλέομαι-οῦμαι

ὑπέραντλος
ὑπεραντλέομαι-οῦμαι, faire eau de toutes parts, être submergé, Luc. M. cond. 2.
Étym. ὑπέραντλος.