ὑπεραπολογέομαι-οῦμαι

ὑπεραποφατικός

ὑπεραρέσκω
ὑπερ·αποφατικός, ή, όν, qui énonce au delà du nécessaire ou doublement énonciatif, DL. 7, 69.
Étym. ὑ. ἀποφαίνω.