ὑπεραποκρίνομαι

ὑπεραπολογέομαι-οῦμαι

ὑπεραποφατικός
ὑπερ·απολογέομαι-οῦμαι, parler pour, prendre la défense de, gén. Hdt. 6, 136 ; Xén. Hell. 1, 7, 16 ; Ant. 119, 26.