ὑπεραποδίδωμι

ὑπεραποθνῄσκω

ὑπεραποκρίνομαι
ὑπερ·αποθνῄσκω, mourir pour : τινός, Xén. Cyn. 1, 14, ou ὑπέρ τινος, Plat. Conv. 208d, pour qqn ; abs. Plat. Conv. 179b, 180a ; Arstt. Pol. 9, 8, etc.