ὑπεραποθνῄσκω

ὑπεραποκρίνομαι

ὑπεραπολογέομαι-οῦμαι
ὑπερ·αποκρίνομαι [] répondre pour, prendre la défense de, gén. Ar. Vesp. 951, Th. 186.