ὑπερϐακχεύω

ὑπερϐαλλόντως

ὑπερϐάλλω
ὑπερϐαλλόντως, adv. d’une manière excessive ou extraordinaire, Xén. Ages. 1, 36 ; Plat. Leg. 667a, 836a ; Isocr. 8b, 234c ; Pol. 16, 24, 4, etc.
Étym. ὑπερϐάλλω.