ὑπερϐατέον

ὑπερϐατήριος

ὑπερϐατικός
ὑπερϐατήριος, ος, ον [] qui concerne le trajet : ὑπερϐατήρια (s. e. ἱερά) Polyen 1, 10, 1, sacrifice qu’on offre pour obtenir un heureux trajet.
Étym. ὑπερϐαίνω.