ὑπερδειμαίνω

ὑπέρδεινος

ὑπερδεκατάλαντος
ὑπέρ·δεινος, ος, ον :
1 extraordinairement effrayant, Dém. 551, 2 ; Luc. Tim. 13 ||
2 extrêmement habile, avec l’inf. D. Chr. 2, 215.
Étym. ὑ. δεινός.