ὑπέρδεινος

ὑπερδεκατάλαντος

ὑπερδέξιος
ὑπερ·δεκα·τάλαντος, ος, ον [ᾰτᾰ] qui vaut plus de dix talents, Phalar. Ep. 113.
Étym. ὑ. δέκα, τάλαντον.