ὑπερευδαίμων

ὑπερευδοκέομαι-οῦμαι

ὑπερευδοκιμέω-ῶ
ὑπερ·ευδοκέομαι-οῦμαι, c. le suiv. Pol.
Étym. Suid. vo ὑπερευδοκέομαι.