ὑπέρισχνος

ὑπερίσχυρος

ὑπερισχύω
ὑπερ·ίσχυρος, ος, ον [] extrêmement fort ou solide, Xén. Cyr. 5, 2, 2 ; en parl. de pers. Pol. 4, 11, 5.
Étym. ὑ. ἰσχυρός.