ὑπερίσταμαι

ὑπερίστωρ

ὑπέρισχνος
ὑπερ·ίστωρ, ορος (ὁ, ἡ) qui sait trop bien, gén. Soph. El. 850.
Étym. ὑ. ἵστωρ.