ὑπέρκαλος

ὑπερκάμνω

ὑπερκαρπέω-ῶ
ὑπερ·κάμνω (f. -καμοῦμαι, ao. 2 -έκαμον, etc.) travailler ou souffrir pour, gén. Eur. Bacch. 963, I.A. 918.