ὑπερκάμνω

ὑπερκαρπέω-ῶ

ὑπερκαταϐαίνω
ὑπερ·καρπέω-ῶ, produire trop de fruits, Th. C.P. 2, 11, 2.
Étym. ὑ. καρπός.