ὑπερκατάκειμαι

ὑπερκατάληκτος

ὑπερκατηφής
ὑπερ·κατάληκτος, ος, ον, hypercatalectique, qui a une syllabe de trop à la fin, t. de métr. Héph. p. 25.
Étym. ὑ. καταλήγω.