ὑπερκατάληκτος

ὑπερκατηφής

ὑπερκαχλάζω
ὑπερ·κατηφής, ής, ές, extrêmement abattu, Luc. Am. 52 ; en parl. de choses, en mauvaise situation, Luc. Nec. 10.